- φτωχοπάζαρο
- το1. παζάρι όπου πουλιούνται φτωχά (κατώτερης ποιότητας) είδη.2. αγορά με λίγα πράγματα για πώληση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φτωχοπάζαρο — το, Ν 1. παζάρι όπου πωλούνται ευτελή πράγματα 2. (γενικά) αγορά που δεν προσφέρει πολλά είδη … Dictionary of Greek
φτωχός — ή, ό / πτωχός, ή, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ός Α 1. αυτός που στερείται τα απαραίτητα για τη ζωή, που ζει στη φτώχεια 2. αυτός που έχει ανεπαρκείς πόρους ζωής, πενιχρά οικονομικά μέσα (α. «έγινε έρανος για τους φτωχούς» β. «καὶ πολλοὶ πλούσιοι ἔβαλλον… … Dictionary of Greek